- βάτος
- I
Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου.IIΟνομασία τριών οικισμών.1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται βόρεια της Κανδήλας και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεκροπίας.2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λάμπης.3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 467 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στα δυτικά παράλια του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρελίων του νομού Κερκύρας.* * *(I)ο και η και βάτα, η και βάτο, το (AM βάτος, η)γένος αγγειόσπερμων αγκαθωτών φυτών που ανήκει στην τάξη Ροδώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βάτος εκτός από τη γνωστή σημασία της, που έχει διατηρηθεί και στη Νέα Ελληνική («αγκαθωτός θάμνος»), δήλωνε επιπλέον στους αρχαίους το ψάρι «σαλάχι». Αρχική ήταν η πρώτη σημασία της λέξεως, το δε σαλάχι ονομάστηκε έτσι εξαιτίας των αγκαθιών που καλύπτουν εν μέρει την άνω επιφάνεια του σώματος του. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για ευρέως διαδεδομένο μεσογειακό τ., ο οποίος συσχετίσθηκε με τη λ. μαντία «βατόμουρο» (Διοσκ. 4, 37) καθώς και με άλλες ονομασίες θάμνων της ιβηρικής και γαλατο-ρωμαϊκής περιοχής, που σχηματίζονται επίσης με το στοιχείο *ma(n)t-. Τέλος, ο νεοελλ. τ. βάτο, το προήλθε από την αιτ. το(ν) βάτο του αρσ. ο βάτος].————————(II)ο (AM βάτος)το ψάρι βατίς, βατί.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βάτος (Ι)].————————(III)βάτος και βάδος, ο (Α)εβραϊκό μέτρο υγρών.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. bath)].
Dictionary of Greek. 2013.